Skip links

Νίκος Αστρινίδης

ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ, ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΕΣΤΡΟΣ

Ο Νίκος Αστρινίδης γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1921 στο Άκερμαν της Βεσσαραβίας (Ρουμανία) από Έλληνα πατέρα, τον Στυλιανό Αστρινίδη,  που καταγόταν από το Σκοπό της Ανατολικής Θράκης και Ρουμανορωσίδα μητέρα, την Μαρία Ισιντίροβα.

Από την εφηβεία του έδειξε μεγάλη κλίση στη μουσική και τις πρώτες του σπουδές (πιάνο και θεωρητικά) τις πραγματοποίησε στη γενέτειρά του σε ηλικία 11 ετών, λίγα χρόνια αργότερα άρχισε τις πρώτες απόπειρές του στη σύνθεση και το 1939 πήγε στο Βουκουρέστι, όπου συνέχισε τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο της πόλης του Βουκουρεστίου, παίρνοντας μαθήματα και από τον Dinou Lipatti. Παράλληλα σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο, ικανοποιώντας την επιθυμία του πατέρα του.

Μετά την εισβολή των Σοβιετικών δυνάμεων στην Βεσσαραβία, το καλοκαίρι του 1940 και έπειτα από πολλές περιπέτειες, αυτός και οι γονείς του έφτασαν στην Παλαιστίνη. Εκεί κατατάχτηκε στην Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και έπειτα από σύντομη εκπαίδευση στάλθηκε στο μέτωπο της Λιβύης, όπου υπηρέτησε για δύο χρόνια στην 335η μοίρα καταδιώξεων υπό τον Βαρβαρέσο, που ανήκε στην 8η στρατιά του Montgomery και για τις υπηρεσίες του του απονεμήθηκε το μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων. Μετά την απόσπαση του στο Υπουργείο Αεροπορίας στο Κάιρο, στα τέλη του 1943, μπόρεσε να συνεχίσει με προσωπική μελέτη τις μουσικές του σπουδές και λίγο αργότερα άρχισε τις πρώτες του εμφανίσεις ως πιανίστας, δίνοντας από το 1943 ως το 1945 ογδόντα περίπου συναυλίες για τα Ελληνικά Συμμαχικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή.

Το Σεπτέμβριο του 1944 συμμετείχε ως πιανίστας στο διεθνές φεστιβάλ  του Eistedfodd, που εξαιτίας του πολέμου έγινε στο Κάιρο. Στο πρόγραμμα του συμπεριέλαβε και το νέο τότε έργο του «Κυπριακή Ραψωδία». Του απονεμήθηκε το Α’ Βραβείο ως πιανίστα και συνθέτη και τον επόμενο χρόνο (1945) διηύθυνε στην Όπερα του Καΐρου το πρώτο του μεγάλο συμφωνικό έργο «Οιδίπους Τύραννος».

Το 1946 απολύθηκε από την Αεροπορία με το βαθμό του σμηνία και για ένα χρόνο συνέχισε στο Κάιρο την καλλιτεχνική του δραστηριότητα ως πιανίστας και συνθέτης, έχοντας ήδη αποκτήσει μεγάλη φήμη στους μουσικούς κύκλους της πόλης του  Καΐρου.

Τον Οκτώβρη του 1947, μετά την αποστράτευση του, πήγε στο Παρίσι και φοίτησε στη Schola Cantorum,  όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του, παίρνοντας  το δίπλωμα της δεξιοτεχνίας του πιάνου και το δίπλωμα της σύνθεσης με άριστα. Αμέσως σχεδόν μετά την αποφοίτησή του από τη   Schola Cantorum, άρχισε συνεχείς  περιοδείες ως πιανίστας σε όλο τον πλανήτη, εκτός από την Ωκεανία (Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία), είτε ως σολίστας, είτε σε σύμπραξη με άλλους καλλιτέχνες, όπως την υψίφωνο Lilly Ponce, τον  βιολοντσελίστα Bernard Michelin, τους βιολονίστες Janine Andrade και Colette Frantz, Christian Ferras, Henryk Szeryg και Jacques Thibaut, δίνοντας στο διάστημα αυτό, από το 1948 ως το 1965, περισσότερες από 2.500 συναυλίες.

Χαρακτηριστικά έργα του αυτής της περιόδου είναι το Cappricio in modo Βalcanico για βιολοντσέλο και πιάνο (1938), τα δύο Πρελούδια (αρ. 1 και αρ. 2,), έργο 14 (1947-1948) και ο Ελληνικός χορός, έργο 16 β (1947).

Το 1949 εκδόθηκαν από τον οίκο Ricordi Americana έργα του για πιάνο. Η συνθετική του δραστηριότητα συνεχίσθηκε κατά διαστήματα. Το συμφωνικό του ποίημα «Le Château des solitudes» εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στο Thèâtre des Champs Elysées, στο Παρίσι, το 1950 από την Orchestre de la Société des Concerts du Conservatoire και αναμεταδόθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους από το Εθνικό Γαλλικό Δίκτυο στα FM, που τότε άρχισαν να πρωτοχρησιμοποιούνται. Το έργο του «Fantasie Concertante» για βιολί και πιάνο, εκτέλεσαν η Janine Andrade το 1951 στην Salle Gaveau στο Παρίσι, η Collete Frantz το 1952 στην Γενεύη και ο Christian Ferras τον ίδιο χρόνο στο Φεστιβάλ του Αμβούργου. Το έργο του «Helliniki – Rapsodie de concert», για βιολί και ορχήστρα ή πιάνο, ολοκληρώθηκε ύστερα από παρότρυνση του Henryk Szeryng, ο οποίος το έπαιξε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 1956. Επίσης το έργο του «Deux Pieces en Style Grec» εκτελέστηκε πολλές φορές από τους παραπάνω και όχι μόνο βιολονίστες. Το 1951 έγινε μέλος της Société des Auteurs, Compositerurs et Editeurs de la Musique (SACEM) της Γαλλίας και λίγο αργότερα έγινε μέλος και της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.
Επί τρεις συνεχείς περιόδους, από το 1959 ως το 1962, βρισκόταν στις Γαλλικές Αντίλλες, όπου ύστερα από εντολή της Γαλλικής κυβέρνησης, μαζί με την Collete Frantz ίδρυσαν και διηύθυναν τη σχολή μουσικής στη Μαρτινίκα. Επίσης ίδρυσε και διηύθυνε την Ορχήστρα Δωματίου των Γαλλικών Αντιλλών.

Την Ελλάδα επισκέφθηκε για πρώτη φορά το 1952 και από τότε ερχόταν κάθε χρόνο για συναυλίες. Το 1956 του προτάθηκε να αναλάβει την Διεύθυνση του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ήδη από το 1957 συνεργαζόταν με αλληλογραφίας με το γνωστό ποιητή Γιώργο Θέμελη για το ορατόριο «Άγιος Δημήτριος», που παρουσιάσθηκε αποσπασματικά το 1962. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός Τάγματος του Γεωργίου Α΄.

Το 1965 και αφού η συμμετοχή του στη μουσική ζωή της πόλης τα τελευταία χρόνια γινόταν όλο και πιο έντονη, ανέλαβε την Διεύθυνση της Φιλαρμονικής ορχήστρας και της Μικτής Χορωδίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, που διατήρησε έως το 1986 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.

Το 1966 στο πλαίσιο των Α΄ Δημητρίων, παρουσίασε σε πρώτη εκτέλεση ολόκληρο το ορατόριο «Άγιος Δημήτριος» και το πρόσφατο ορατόριο «Κύριλλος και Μεθόδιος». Το 1968 παρουσίασε το ορατόριο «Ψαλμοί», ενώ το 1971 και πάντα στο πλαίσιο των Δημητρίων, παρουσίασε τη χορωδιακή «Συμφωνία 1821», που γράφτηκε ειδικά για τον εορτασμό των 150 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.

Από το 1970 πραγματοποίησε 15 περίπου περιοδείες με τριπλή ιδιότητα, ως συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός, στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, ενώ στην Ελλάδα διηύθυνε όλα τα μεγάλα συμφωνικά συγκροτήματα (Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Συμφωνική ορχήστρα της ΕΡΤ). Εμφανίσθηκε, επίσης, στην Κύπρο και στα Φεστιβάλ Αθηνών και Οχρίδας.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μουσικής Εταιρίας Βορείου Ελλάδος, η οποία αργότερα του απένειμε το Χρυσό Βραβείο για την προσφορά του στη μουσική ζωή της χώρας. Υπήρξε επίσης από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της δημιουργίας της Όπερας Δωματίου Βορείου Ελλάδος και διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του ΚΘΒΕ.

Από το 1979 διηύθυνε την Μαντολινάτα Θεσσαλονίκης και από το 1980 ως το 1994 ήταν διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου, όπου πρόσφερε σημαντικό διδακτικό και καλλιτεχνικό έργο.

Προς τιμή του το Μακεδονικό Ωδείο ηχογράφησε  2 δίσκους   βινυλίου με έργα του  CHAMBER MUSIC WORKS με έργα: Capriccio in modo balcanico, Sonata Concertante, Helleniki, Dance from Martinique  και WORKS FOR PIANO με έργα: Κυπριακή Ραψωδία, Δύο Πρελούδια (αρ. 1 και αρ. 2) έργο 14, Ελληνικός χορός έργο 16 β, Παραλλαγές σαν Φαντασία και Τοκκάτα έργο 23α α).

Από τα τελευταία του έργα αναφέρονται η «Sonate Concertante» για βιολοντσέλο και πιάνο (1988), το συμφωνικό διήγημα «Στο Χριστό, στο Κάστρο» (1991), το ορατόριο «Τα νεανικά χρόνια του Μέγα Αλεξάνδρου» (1992-1993) ο κύκλος τραγουδιών «O έρωτας και θάνατος μέσα στην κούπα του κρασιού» (1997), το «Piece de concert» op.57 για σαξόφωνο και πιάνο (2005), και το «Κοντσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα» 2009.

Τη συστηματική καταγραφή και μελέτη του έργου του έχει αναλάβει ο μαθητής του Ηλίας Χρυσοχοΐδης, συγγραφέας της διπλωματικής εργασίας Το συνθετικό έργο του Νίκου Αστρινίδη: Μια πρώτη προσέγγιση (Τμήμα μουσικών σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, 1992) και της μονογραφίας Νίκος Αστρινίδης (1921-2010): Βιογραφία – Κατάλογος έργων.

Επίσης, για τη ζωή και το έργο του Ν. Αστρινίδη έχουν κάνει σημαντική συνεισφορά ο Δημήτρης Αθανασιάδης με την ομιλία του σε εκδήλωση της Ένωσης των Ελλήνων Μουσουργών στην Αθήνα τον Μάιο του 2003 η οποία εκδόθηκε με τον τίτλο «Νίκος Αστρινίδης ως Πιανίστας, Μαέστρος, Παιδαγωγός και Συνθέτης» (Θεσσαλονίκη, Μακεδονικό Ωδείο, 2006) καθώς επίσης και η Βασιλική Β. Παππά και ο Νικόλαος Β. Παππάς με την εξαίρετη και πολύχρονη δημοσιογραφική έρευνα, που εκδόθηκε σε πολυτελή συλλεκτικό τόμο με πλήθος φωτογραφικών πηγών και αποσπάσματα από έργα του συνθέτη σε συνοδευτικό CD: Νίκος Αστρινίδης: Ανατολίζοντες Γλυκασμοί (Θεσσαλονίκη, 2010)

Το 2012, το Μακεδονικό Ωδείο διοργάνωσε τιμητική συναυλία με έργα του ιδίου, καθώς και έργα συνθετών – συνεργατών του ωδείου εμπνευσμένα από την μουσική του Νίκου Αστρινίδη „Το Κλίμα Της Απουσίας”. Στην συναυλία γράφτηκαν κείμενα προς τιμήν του συνθέτη από τους συνθέτες Θεόδωρο Αντωνίου, Άλκη Μπαλτά και Χρήστο Σαμαρά.

Ως συνθέτης, ο Νίκος Αστρινίδης είχε επιρροές κυρίως από τη Γαλλική μουσική, ιδιαίτερα το Γαλλικό εμπρεσιονισμό, το Ρομαντισμό της Ρωσικής Εθνικής Σχολής, καθώς και από τη δημοτική μουσική της Ελλάδας. Ωστόσο δημιούργησε ένα ιδιαίτερα προσωπικό μουσικό ιδίωμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονη χρωματικότητα και χρήση  τροπικών υποδιαιρέσεων της οχτάβας, που σε συνδυασμό με την εξαιρετική ενορχηστρωτική του τεχνική, θα μπορούσαν να τον χαρακτηρίσουν ως ένα συμφωνικό συνθέτη, με προτίμηση τις εκτεταμένες μουσικές φόρμες σε ελεύθερη ανάπτυξη. Ειδικά τα συμφωνικά και σύνθετα (φωνές και ορχήστρα) έργα του, αναδεικνύουν τον Νίκο Αστρινίδη ως έναν από τους ιδιαίτερα σημαντικούς Έλληνες συνθέτες του 20ου αιώνα με διεθνή εμβέλεια και ακτινοβολία.           

Aπεβίωσε στις 10 Δεκεμβρίου 2010 στη Θεσσαλονίκη, μετά από μακρόχρονη ασθένεια λίγο πριν συμπληρώσει τα 90 του χρόνια.